Ανυπεράσπιστος στα γερμανικά
Μετάφραση: ανυπεράσπιστος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schutzlos, wehrlos, wehrlosen, wehrlose, wehrloses
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανυπεράσπιστος
ανυπεράσπιστος συνωνυμα, ανυπεράσπιστος καημός, ανυπεράσπιστος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανυπεράσπιστος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανυπάκουος στα γερμανικά - unfolgsam, ungehorsam, ungehorsamen, ungehorsame, disobedient, ungehorsames
- ανυπακοή στα γερμανικά - gehorsamsverweigerung, aufmüpfigkeit, Ungehorsam, Ungehorsams, den Ungehorsam, Ungehorsam gegen
- ανυπομονησία στα γερμανικά - ungeduld, Ungeduld, ungeduldig, die Ungeduld, der Ungeduld
- ανυποχώρητος στα γερμανικά - klebrig, zäh, hartnäckig, ausdauernd, zähen, zähe
Τυχαίες λέξεις
Ανυπεράσπιστος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schutzlos, wehrlos, wehrlosen, wehrlose, wehrloses
Μεταφράσεις: schutzlos, wehrlos, wehrlosen, wehrlose, wehrloses