Βάμμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βάμμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тинктура, тинктура от, настойка, тинктурата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάμμα
βάμμα θυμαριού, βάμμα λουίζας, βάμμα καρυδιού, βάμμα ιωδίου, βάμμα του ηλιοτροπίου, βάμμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βάμμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βάθρο στα βουλγαρικά - основание, основа, пиедестал, постамент, пиедестала, поставка
- βάλτος στα βουλγαρικά - болото, блато, Марш, Marsh, блатна, блатото
- βάναυσος στα βουλγαρικά - хулиган, грубиян, работник на нефтена сонда
- βάπτισμα στα βουλγαρικά - кръщение, кръщението, на кръщението
Τυχαίες λέξεις
Βάμμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тинктура, тинктура от, настойка, тинктурата
Μεταφράσεις: тинктура, тинктура от, настойка, тинктурата