Βάμμα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: βάμμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тинктура, тинктурата
Βάμμα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάμμα

βάμμα θυμαριού, βάμμα λουίζας, βάμμα καρυδιού, βάμμα ιωδίου, βάμμα του ηλιοτροπίου, βάμμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βάμμα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • βάθρο στα σλαβομακεδονικά - пиедестал, пиедесталот, постамент, постаментот, подножје
  • βάλτος στα σλαβομακεδονικά - блато, барски, мочуриште, блатото, мочуриштето
  • βάναυσος στα σλαβομακεδονικά - roughneck
  • βάπτισμα στα σλαβομακεδονικά - крштевање, крштевањето, крштавањето, крштавање, крштението
Τυχαίες λέξεις
Βάμμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тинктура, тинктурата