Βάμμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: βάμμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schakering, nuance, nuancering, tinctuur, tint, tincture
Βάμμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάμμα

βάμμα θυμαριού, βάμμα λουίζας, βάμμα καρυδιού, βάμμα ιωδίου, βάμμα του ηλιοτροπίου, βάμμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βάμμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βάθρο στα ολλανδικά - grondslag, grond, gronden, voetstuk, base, grondtal, piëdestal, ...
  • βάλτος στα ολλανδικά - broek, ven, moer, moeras, drasland, Marsh, moerassen, ...
  • βάναυσος στα ολλανδικά - vulgair, plat, triviaal, onbenullig, roughneck, olieboorder, de Olieboorder, ...
  • βάπτισμα στα ολλανδικά - doopsel, doop, de doop, dopen, het doopsel
Τυχαίες λέξεις
Βάμμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schakering, nuance, nuancering, tinctuur, tint, tincture