Βάμμα στα φινλανδικά
Μετάφραση: βάμμα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väri, tinktuura, perusliuosta, uutetta, tincture
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάμμα
βάμμα θυμαριού, βάμμα λουίζας, βάμμα καρυδιού, βάμμα ιωδίου, βάμμα του ηλιοτροπίου, βάμμα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, βάμμα στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- βάθρο στα φινλανδικά - halveksittu, perustaminen, alusta, säätiö, sokkeli, perusta, alhainen, ...
- βάλτος στα φινλανδικά - suo, räme, jumiutua, letto, aapasuo, jumiuttaa, aapa, ...
- βάναυσος στα φινλανδικά - alhaiso, rietas, arkipäiväinen, karkea, rahvas, huligaani, kovanaama, ...
- βάπτισμα στα φινλανδικά - kaste, kasteen, kastetta, kasteessa, kasteesta
Τυχαίες λέξεις
Βάμμα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: väri, tinktuura, perusliuosta, uutetta, tincture
Μεταφράσεις: väri, tinktuura, perusliuosta, uutetta, tincture