Βάμμα στα δανικά
Μετάφραση: βάμμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nuance, tinktur, tincture, grundtinkturen, Tinkturen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βάμμα
βάμμα θυμαριού, βάμμα λουίζας, βάμμα καρυδιού, βάμμα ιωδίου, βάμμα του ηλιοτροπίου, βάμμα λεξικό γλώσσας δανικά, βάμμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- βάθρο στα δανικά - basis, grund, piedestal, sokkel, soklen, søjle, piedestalen
- βάλτος στα δανικά - sump, mose, marsk, Marsh, mosen, marsken
- βάναυσος στα δανικά - Roughneck, boreassistent, boreassistent af
- βάπτισμα στα δανικά - dåb, dåben, døbt, dåbens, Daab
Τυχαίες λέξεις
Βάμμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nuance, tinktur, tincture, grundtinkturen, Tinkturen
Μεταφράσεις: nuance, tinktur, tincture, grundtinkturen, Tinkturen