Γίνομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: γίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стане, станете, превърне, се превърне, стават
Γίνομαι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γίνομαι

γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γίνομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • γίγαντας στα βουλγαρικά - великан, гигант, гигантски, гигантска, огромен, гигантския
  • γίδα στα βουλγαρικά - коза, кози, козе, козел, козите
  • γαζέλα στα βουλγαρικά - газела, сърна, газели, газелата
  • γαλάζιος στα βουλγαρικά - син, синьо, синя, синята, сини
Τυχαίες λέξεις
Γίνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стане, станете, превърне, се превърне, стават