Γίνομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: γίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válik, lesz, vált, válnak, válhat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γίνομαι
γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γίνομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- γίγαντας στα ουγγρικά - óriás, hatalmas, óriási, gigantikus
- γίδα στα ουγγρικά - szatír, kecske, kecskét, goat, kecske-, kecskesajt
- γαζέλα στα ουγγρικά - gazella, gazelle, gazellát, gazellának, gazellák
- γαλάζιος στα ουγγρικά - türkizkék, türkiz, égszínkék, kék, blue, a kék
Τυχαίες λέξεις
Γίνομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: válik, lesz, vált, válnak, válhat
Μεταφράσεις: válik, lesz, vált, válnak, válhat