Γίνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tornar-se, tornar, aportar, ser, assentar, ficar, acontecer, chegar, fazer-se, passar, se tornar, tornou, se tornam
Γίνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γίνομαι

γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γίνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γίγαντας στα πορτογαλικά - gigante, piorar, gigantes, gigantesco, gigante de, gigantesca
  • γίδα στα πορτογαλικά - animal, alvo, cabra, caprino, de cabra, bode, caprinos
  • γαζέλα στα πορτογαλικά - gazela, Gazelle, gazelas, da gazela, de gazela
  • γαλάζιος στα πορτογαλικά - azul, azuis, azul branco
Τυχαίες λέξεις
Γίνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tornar-se, tornar, aportar, ser, assentar, ficar, acontecer, chegar, fazer-se, passar, se tornar, tornou, se tornam