Γίνομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: γίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegaan, worden, raken, gebeuren, geworden, te worden, wordt, uitgegroeid
Γίνομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γίνομαι

γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γίνομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γίγαντας στα ολλανδικά - reusachtig, reus, gigant, gigantische, reusachtige, grote
  • γίδα στα ολλανδικά - geit, bok, geiten, geitenkaas, goat
  • γαζέλα στα ολλανδικά - gazelle, gazellen, ree, gazelles
  • γαλάζιος στα ολλανδικά - blauw, blauwe, blue, de blauwe
Τυχαίες λέξεις
Γίνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toegaan, worden, raken, gebeuren, geworden, te worden, wordt, uitgegroeid