Γίνομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: γίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diventare, divenire, diventato, diventata, diventerà, diventati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γίνομαι
γίνομαι άντρας, γίνομαι άντρας στίχοι, γίνομαι νονά τι να φορέσω, γίνομαι περδίκι, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, γίνομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γίγαντας στα ιταλικά - orco, gigante, gigantesco, gigantesca, giganti, colosso
- γίδα στα ιταλικά - capra, di capra, caprino, goat, capre
- γαζέλα στα ιταλικά - gazzella, gazelle, gazzelle, di gazzella, la gazzella
- γαλάζιος στα ιταλικά - blu, azzurro, blue, celeste
Τυχαίες λέξεις
Γίνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: diventare, divenire, diventato, diventata, diventerà, diventati
Μεταφράσεις: diventare, divenire, diventato, diventata, diventerà, diventati