Γεννήτρια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γεννήτρια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
генератор, Генератор на, генератора
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεννήτρια
γεννήτρια pse 2800 a1, γεννήτρια υδρογόνου, γεννήτρια κωδικών στο facebook, γεννήτρια κωδικών, γεννήτρια βαλιτσάκι, γεννήτρια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γεννήτρια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γενικός στα βουλγαρικά - общ, обща, общия, цяло, общото
- γενικότητα στα βουλγαρικά - всеобщност, общоприложимост, общ характер, общоприложимостта, НЕОПРЕДЕЛЕНОСТТА
- γενναία στα βουλγαρικά - смел, смели, смела, смело, храбър
- γενναίος στα βουλγαρικά - сменяй, смел, смели, смела, смело, храбър
Τυχαίες λέξεις
Γεννήτρια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: генератор, Генератор на, генератора
Μεταφράσεις: генератор, Генератор на, генератора