Γεννήτρια στα ολλανδικά
Μετάφραση: γεννήτρια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
generator, generatoren, de generator, generator van
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γεννήτρια
γεννήτρια pse 2800 a1, γεννήτρια υδρογόνου, γεννήτρια κωδικών στο facebook, γεννήτρια κωδικών, γεννήτρια βαλιτσάκι, γεννήτρια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γεννήτρια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γενικός στα ολλανδικά - volslagen, volkomen, geheel, universeel, algeheel, algemeen, gans, ...
- γενικότητα στα ολλανδικά - algemeenheid, algemene karakter, algemene strekking
- γενναία στα ολλανδικά - dapper, moedig, dappere, moedige, brave
- γενναίος στα ολλανδικά - stoutmoedig, trotseren, braaf, flink, dapper, brutaal, kloek, ...
Τυχαίες λέξεις
Γεννήτρια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: generator, generatoren, de generator, generator van
Μεταφράσεις: generator, generatoren, de generator, generator van