Γερουσία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γερουσία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сенат, Сената, на Сената, в Сената, Сенатът на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γερουσία
γερουσία της δυτικής χέρσου ελλάδος, ιταλική γερουσία, γερουσία στην ελλάδα, γερουσία 1844, μεσσηνιακή γερουσία, γερουσία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γερουσία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γεροδεμένος στα βουλγαρικά - лейкопласт, мускулест, чембероване, чембероваъчната, на чембероване
- γεροντικός στα βουλγαρικά - изкуфял, сенилен, старчески, сенилна, старческа
- γερουσιαστής στα βουλγαρικά - сенатор, Senator, сенатора, на сенатор
- γερός στα βουλγαρικά - прозвучавам, звук, едър, подскачащи, Скачаща, подскачаща, подскачаше
Τυχαίες λέξεις
Γερουσία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сенат, Сената, на Сената, в Сената, Сенатът на
Μεταφράσεις: сенат, Сената, на Сената, в Сената, Сенатът на