Γερουσία στα εσθονικά
Μετάφραση: γερουσία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
senat, riiginõukogu, Senati, senatis, Senate, senatisse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γερουσία
γερουσία της δυτικής χέρσου ελλάδος, ιταλική γερουσία, γερουσία στην ελλάδα, γερουσία 1844, μεσσηνιακή γερουσία, γερουσία λεξικό γλώσσας εσθονικά, γερουσία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- γεροδεμένος στα εσθονικά - kopsakas, priske, rihmade, turske, rihmade juures
- γεροντικός στα εσθονικά - seniilne, seniilse, senile, seniilset, preseniilne
- γερουσιαστής στα εσθονικά - senaator, Senator, senaatori, senatori, senaatorit
- γερός στα εσθονικά - häälik, jäme, hääldama, visa, heli, paindumatu, sund, ...
Τυχαίες λέξεις
Γερουσία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: senat, riiginõukogu, Senati, senatis, Senate, senatisse
Μεταφράσεις: senat, riiginõukogu, Senati, senatis, Senate, senatisse