Γερουσία στα ολλανδικά

Μετάφραση: γερουσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
senaat, de Senaat, senaatsverkiezing van, de senaatsverkiezing van, Senate
Γερουσία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γερουσία

γερουσία της δυτικής χέρσου ελλάδος, ιταλική γερουσία, γερουσία στην ελλάδα, γερουσία 1844, μεσσηνιακή γερουσία, γερουσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γερουσία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γεροδεμένος στα ολλανδικά - strapping, omsnoering, omsnoeringsband, vastbinden, band
  • γεροντικός στα ολλανδικά - seniel, seniele, senile, kinds, van seniele
  • γερουσιαστής στα ολλανδικά - senator, Senator is, Senator van
  • γερός στα ολλανδικά - gerucht, krachtig, stoer, gaan, weerklinken, gezet, hecht, ...
Τυχαίες λέξεις
Γερουσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: senaat, de Senaat, senaatsverkiezing van, de senaatsverkiezing van, Senate