Γερουσία στα δανικά
Μετάφραση: γερουσία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
senat, senatet, Senatets, Senate, senats
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γερουσία
γερουσία της δυτικής χέρσου ελλάδος, ιταλική γερουσία, γερουσία στην ελλάδα, γερουσία 1844, μεσσηνιακή γερουσία, γερουσία λεξικό γλώσσας δανικά, γερουσία στα δανικά
Μεταφράσεις
- γεροδεμένος στα δανικά - bånd, omsnøring, omsnøringsbånd, rem
- γεροντικός στα δανικά - senil, senile, af senil, præsenil
- γερουσιαστής στα δανικά - senator, senatoren, senatet, senatorens
- γερός στα δανικά - tyk, fast, lyd, hoppende, hoppe, hoppen, at hoppe, ...
Τυχαίες λέξεις
Γερουσία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: senat, senatet, Senatets, Senate, senats
Μεταφράσεις: senat, senatet, Senatets, Senate, senats