Γλωσσικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: γλωσσικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лингвистичен, езиков, езиковото, езиково, лингвистична
Γλωσσικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γλωσσικός

γλωσσικός δανεισμός, γλωσσικός έλεγχος, γλωσσικόσ κώδικασ, γλωσσικός γραμματισμός, γλωσσικός συλλογισμός παραδείγματα, γλωσσικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γλωσσικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • γλυπτική στα βουλγαρικά - скулптура, скулптурата, пластика, скулптури
  • γλυπτό στα βουλγαρικά - скулптура, скулптурата, пластика, скулптури
  • γλωσσολογία στα βουλγαρικά - езикознание, лингвистика, филология, лингвистиката, езикознанието
  • γλωσσολόγος στα βουλγαρικά - лингвист, езиковед, лингвистът, лингвисти
Τυχαίες λέξεις
Γλωσσικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лингвистичен, езиков, езиковото, езиково, лингвистична