Γλωσσικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: γλωσσικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kielellinen, kielitieteellinen, kielellisen, kielellistä, kielellisten, kielelliset
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλωσσικός
γλωσσικός δανεισμός, γλωσσικός έλεγχος, γλωσσικόσ κώδικασ, γλωσσικός γραμματισμός, γλωσσικός συλλογισμός παραδείγματα, γλωσσικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, γλωσσικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- γλυπτική στα φινλανδικά - veistos, muovata, kuvanveisto, sculpture, veistoksen, veistoksia
- γλυπτό στα φινλανδικά - veistos, kuvanveisto, muovata, sculpture, veistoksen, veistoksia
- γλωσσολογία στα φινλανδικά - kielitiede, kielitieteen, linguistics, lingvistiikan, kielitiedettä
- γλωσσολόγος στα φινλανδικά - lingvisti, kielitieteilijä, lingvistin, kielentutkija, kielimies
Τυχαίες λέξεις
Γλωσσικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kielellinen, kielitieteellinen, kielellisen, kielellistä, kielellisten, kielelliset
Μεταφράσεις: kielellinen, kielitieteellinen, kielellisen, kielellistä, kielellisten, kielelliset