Γλωσσικός στα τούρκικα
Μετάφραση: γλωσσικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dilbilimsel, Dil, dilsel, linguistik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλωσσικός
γλωσσικός δανεισμός, γλωσσικός έλεγχος, γλωσσικόσ κώδικασ, γλωσσικός γραμματισμός, γλωσσικός συλλογισμός παραδείγματα, γλωσσικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, γλωσσικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γλυπτική στα τούρκικα - heykeltıraşlık, heykel, Sculpture, heykeli, heykelleri, heykeller
- γλυπτό στα τούρκικα - heykeltıraşlık, heykel, Sculpture, heykeli, heykelleri, heykeller
- γλωσσολογία στα τούρκικα - dilbilim, dil bilimi, dil, Dilbilimi, linguistik
- γλωσσολόγος στα τούρκικα - dilbilimci, linguist, dil bilimci, bir dilbilimci
Τυχαίες λέξεις
Γλωσσικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dilbilimsel, Dil, dilsel, linguistik
Μεταφράσεις: dilbilimsel, Dil, dilsel, linguistik