Γλωσσικός στα γερμανικά
Μετάφραση: γλωσσικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sprachlich, linguistisch, sprachlichen, Sprach, sprachliche
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλωσσικός
γλωσσικός δανεισμός, γλωσσικός έλεγχος, γλωσσικόσ κώδικασ, γλωσσικός γραμματισμός, γλωσσικός συλλογισμός παραδείγματα, γλωσσικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, γλωσσικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- γλυπτική στα γερμανικά - plastik, skulptur, meißeln, bildhauerei, Skulptur, Bildhauerei, Plastik, ...
- γλυπτό στα γερμανικά - meißeln, skulptur, plastik, bildhauerei, Skulptur, Bildhauerei, Plastik, ...
- γλωσσολογία στα γερμανικά - sprachwissenschaft, linguistik, Sprachwissenschaft, Linguistik, Sprach
- γλωσσολόγος στα γερμανικά - linguist, sprachwissenschaftler, Sprachwissenschaftler, Linguist, Linguisten, Sprach
Τυχαίες λέξεις
Γλωσσικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: sprachlich, linguistisch, sprachlichen, Sprach, sprachliche
Μεταφράσεις: sprachlich, linguistisch, sprachlichen, Sprach, sprachliche