Δίκη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δίκη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тест, изпитание, процес, изпитване, проучване, опити
Δίκη στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίκη

δίκη μάριου παπαγεωργίου, δίκη παπαγεωργόπουλου, δίκη υπεξαίρεσης, δίκη της δευτέρας, δίκη προθέσεων, δίκη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δίκη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δίκαια στα βουλγαρικά - справедливо, сравнително, честно, доста, достатъчно
  • δίκαιος στα βουλγαρικά - справедливия, справедлив, честно, справедлива, справедливата, лоялна
  • δίκτυο στα βουλγαρικά - мрежа, мрежата, на мрежата, мрежова
  • δίλημμα στα βουλγαρικά - дилема, дилемата, пред дилема, дилемата на
Τυχαίες λέξεις
Δίκη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тест, изпитание, процес, изпитване, проучване, опити