Διαπεραστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διαπεραστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
писклив, пронизителен, остър, пронизително, рязък
Διαπεραστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπεραστικός

διαπεραστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπεραστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διανοούμενος στα βουλγαρικά - интелектуален, интелектуалец, интелектуална, интелектуалната, на интелектуална
  • διανύω στα βουλγαρικά - съм, берилий, пътувал, пътува, пътували, изминато, изминатото
  • διαπερατότητα στα βουλγαρικά - пропускливост, пропускливостта, проницаемост, пермеабилитет, пропускливостта на
  • διαπερνώ στα βουλγαρικά - проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне
Τυχαίες λέξεις
Διαπεραστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: писклив, пронизителен, остър, пронизително, рязък