Διαπεραστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαπεραστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agudo, chuveiro, estridente, aguda, estridentes, esganiçada
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπεραστικός
διαπεραστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαπεραστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διανοούμενος στα πορτογαλικά - intelectual, inteligente, integrar, intelectuais
- διανύω στα πορτογαλικά - ficar, viver, existir, ser, estar, haver, viajado, ...
- διαπερατότητα στα πορτογαλικά - permeabilidade, a permeabilidade, permeabilidade ao, da permeabilidade, de permeabilidade
- διαπερνώ στα πορτογαλικά - penetre, pendente, penetrar, penetram, penetração, penetra
Τυχαίες λέξεις
Διαπεραστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agudo, chuveiro, estridente, aguda, estridentes, esganiçada
Μεταφράσεις: agudo, chuveiro, estridente, aguda, estridentes, esganiçada