Διαπεραστικός στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διαπεραστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
писклив, на неверојатно остар, неверојатно остар, слушна силна
Διαπεραστικός στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπεραστικός

διαπεραστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διαπεραστικός στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διανοούμενος στα σλαβομακεδονικά - интелектуална, интелектуалната, интелектуални, интелектуалниот, интелектуален
  • διανύω στα σλαβομακεδονικά - берилиум, отпатуваа, патуваше, патуваа, патувал, патува
  • διαπερατότητα στα σλαβομακεδονικά - пропустливост, пермеабилност, пропустливоста, мекоста, пропустливост на
  • διαπερνώ στα σλαβομακεδονικά - проникне, продираат, навлезат, да навлезат, навлегуваат
Τυχαίες λέξεις
Διαπεραστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: писклив, на неверојатно остар, неверојатно остар, слушна силна