Διασχίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хибрид, кръст, премине, пресече, пресичат, преминат
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασχίζω
διασχίζω ετυμολογία, διασχίζω στα αγγλικά, διασχίζω βικιλεξικο, διασχίζω αντωνυμα, διασχίζω συνώνυμα, διασχίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διασχίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διασυρμός στα βουλγαρικά - унижение, насмешка, излияние, очерняне, оклеветяване, злословене, клевети, ...
- διασφαλίζω στα βουλγαρικά - охрана, имунизирам, имунизиране, имунизиране на, имунизират, имунизира
- διασώζω στα βουλγαρικά - запазвам, опазвам, закрилям, спазвам, спасяване, спасителен, оздравяване, ...
- διατάζω στα βουλγαρικά - I, аз, съм, да, че
Τυχαίες λέξεις
Διασχίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: хибрид, кръст, премине, пресече, пресичат, преминат
Μεταφράσεις: хибрид, кръст, премине, пресече, пресичат, преминат