Διασχίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruising, kruis, kruisen, oversteken, doorkruisen, steken
Διασχίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασχίζω

διασχίζω ετυμολογία, διασχίζω στα αγγλικά, διασχίζω βικιλεξικο, διασχίζω αντωνυμα, διασχίζω συνώνυμα, διασχίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διασχίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διασυρμός στα ολλανδικά - spot, vernedering, laster, belasteren, verguizing, vilification, belastering
  • διασφαλίζω στα ολλανδικά - verzekeren, vast, vastmaken, waarborgen, beveiligen, bevestigen, vaststellen, ...
  • διασώζω στα ολλανδικά - inleggen, conserveren, besparen, uitsparen, overhouden, uitzuinigen, uitwinnen, ...
  • διατάζω στα ολλανδικά - bevel, commanderen, sommeren, bevelen, commando, aanvoeren, beheersen, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασχίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruising, kruis, kruisen, oversteken, doorkruisen, steken