Διασχίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: διασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kross, skerast, argur, yfir, fara yfir, að fara yfir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασχίζω
διασχίζω ετυμολογία, διασχίζω στα αγγλικά, διασχίζω βικιλεξικο, διασχίζω αντωνυμα, διασχίζω συνώνυμα, διασχίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διασχίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διασυρμός στα ισλανδικά - háð, niðurlæging, vilification
- διασφαλίζω στα ισλανδικά - óskaðlega, immunize, bólusetja, að bólusetja
- διασώζω στα ισλανδικά - spara, geyma, bjarga, forða, frelsa, björgun, Rescue, ...
- διατάζω στα ισλανδικά - ráða, fyrirskipun, ég, I, sem ég, að ég
Τυχαίες λέξεις
Διασχίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kross, skerast, argur, yfir, fara yfir, að fara yfir
Μεταφράσεις: kross, skerast, argur, yfir, fara yfir, að fara yfir