Διασχίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kryžius, kirsti, kerta, pereiti, neprasiskverbs
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασχίζω
διασχίζω ετυμολογία, διασχίζω στα αγγλικά, διασχίζω βικιλεξικο, διασχίζω αντωνυμα, διασχίζω συνώνυμα, διασχίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διασχίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διασυρμός στα λιθουανικά - vilification, Zākāšana, Oczernianie
- διασφαλίζω στα λιθουανικά - imunizuoti, skiepai, imunitetą, skiepyti
- διασώζω στα λιθουανικά - taupyti, gelbėjimas, gelbėjimo, sanavimo, Rescue, avarinio gelbėjimo
- διατάζω στα λιθουανικά - įsakymas, komanda, valdyti, vadovauti, Aš, I, man, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασχίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kryžius, kirsti, kerta, pereiti, neprasiskverbs
Μεταφράσεις: kryžius, kirsti, kerta, pereiti, neprasiskverbs