Διασχίζω στα δανικά

Μετάφραση: διασχίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kryds, kors, krydse, krydser, passere, tværs, at krydse
Διασχίζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασχίζω

διασχίζω ετυμολογία, διασχίζω στα αγγλικά, διασχίζω βικιλεξικο, διασχίζω αντωνυμα, διασχίζω συνώνυμα, διασχίζω λεξικό γλώσσας δανικά, διασχίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • διασυρμός στα δανικά - bagvaskelse, nedgørelse, bagvaskelser, bagvaskelsen, dæmonisering
  • διασφαλίζω στα δανικά - immunisere, immunisering, immunisering af, at immunisere, vaccinere
  • διασώζω στα δανικά - spare, beholde, redde, redning, rednings-, en redning, undsætning, ...
  • διατάζω στα δανικά - kommando, beherske, styre, befaling, ordre, jeg bestiller, jeg bestille, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασχίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kryds, kors, krydse, krydser, passere, tværs, at krydse