Διχάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разделение, раздвоен, раздвояваме
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχάζω
διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διχάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διυλιστήριο στα βουλγαρικά - рафинерия, рафинерията, нефтопреработвателния завод, нефтозаводски, нефтопреработвателните заводи
- διφορούμενος στα βουλγαρικά - двусмислен, двусмислени, двусмислено, неясна, двусмислена
- διχασμός στα βουλγαρικά - разделение, делене, дивизия, разделяне, участък, поделение
- διχοτομία στα βουλγαρικά - прелом, сплит, дихотомия, противопоставяне, дихотомията, раздвоение, двойственост
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разделение, раздвоен, раздвояваме
Μεταφράσεις: разделение, раздвоен, раздвояваме