Διχάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvišakas, Rozwidlający, Divzaru, Rosochaty
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχάζω
διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διχάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διυλιστήριο στα λιθουανικά - perdirbimo, naftos perdirbimo gamyklos, naftos perdirbimo, perdirbimo gamyklų, naftos perdirbimo gamyklų
- διφορούμενος στα λιθουανικά - dviprasmiškas, dviprasmiška, dviprasmiški, dviprasmiškos, dviprasmis
- διχασμός στα λιθουανικά - skyrius, dalyba, divizija, padalinys, pasidalijimas, kvadratas, padalijimas
- διχοτομία στα λιθουανικά - dichotomija, dichotomiją, dichotomijos, skirstymas, priešpastatymas šiam registravimui trukdančiai
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dvišakas, Rozwidlający, Divzaru, Rosochaty
Μεταφράσεις: dvišakas, Rozwidlający, Divzaru, Rosochaty