Διχάζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vízválasztó, kettéágazó, kétfelé válik, kétfelé
Διχάζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχάζω

διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διχάζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • διυλιστήριο στα ουγγρικά - finomító, finomítói, a finomítói, finomítás, finomítóban
  • διφορούμενος στα ουγγρικά - elodázó, kétértelmű, egyértelmű, félreérthető, nem egyértelmű, ellentmondásos
  • διχασμός στα ουγγρικά - válaszfal, kerület, osztás, osztály, Division, részlege, divízió
  • διχοτομία στα ουγγρικά - kettéhasított, elrepesztett, hasított, elszakadás, elrepedés, kettévágott, dichotómia, ...
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vízválasztó, kettéágazó, kétfelé válik, kétfelé