Διχάζω στα κροατικά

Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dijeliti, podijeliti, račvati se, razdvojiti, račvati, bifurcate, račvast
Διχάζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχάζω

διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, διχάζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διυλιστήριο στα κροατικά - rafinerija, rafinerije, rafinerijska, rafinerijske, rafineriju
  • διφορούμενος στα κροατικά - dvoznačno, dvosmislen, nerazgovijetan, dvoznačan, odstupajući, izbjegavajući, dvosmislena, ...
  • διχασμός στα κροατικά - podijeljenost, razdioba, dioba, divizija, odjel, podjela, Divizija, ...
  • διχοτομία στα κροατικά - prelom, prijelom, fraktura, podjela, podijeliti, pukotina, lom, ...
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: dijeliti, podijeliti, račvati se, razdvojiti, račvati, bifurcate, račvast