Διχάζω στα τούρκικα
Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayırmak, ayrılmak, iki kola ayrılmış, bifurcate, çatallanmış, kola ayrılmış, iki kola ayrılmak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχάζω
διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διχάζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διυλιστήριο στα τούρκικα - rafineri, rafinerisi, arıtma, rafinaj, rafine
- διφορούμενος στα τούρκικα - belirsiz, muğlak, belirsizdir, belirsiz bir, müphem
- διχασμός στα τούρκικα - daire, bölünme, kısım, bölüm, bölümü, Küme Bu, bölme, ...
- διχοτομία στα τούρκικα - kırma, yarılmak, bölünme, çatallanma, ikilik, ikilemi, ikiliği, ...
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ayırmak, ayrılmak, iki kola ayrılmış, bifurcate, çatallanmış, kola ayrılmış, iki kola ayrılmak
Μεταφράσεις: ayırmak, ayrılmak, iki kola ayrılmış, bifurcate, çatallanmış, kola ayrılmış, iki kola ayrılmak