Διχάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jaotama, lahutama, jagama, kahestama, Hargnemine kahte, Hargnemine kahte alla
Διχάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχάζω

διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διχάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διυλιστήριο στα εσθονικά - rafineerimistehas, rafineerimistehaste, rafineerimistehase, töötlemise heit-, rafineerimise
  • διφορούμενος στα εσθονικά - vältiv, keerutav, puiklev, ebaselge, mitmetähenduslik, kahemõtteline, ebamäärane, ...
  • διχασμός στα εσθονικά - diviis, divisjon, jaotus, jagamine, jagunemise, divisjoni, jagunemisel
  • διχοτομία στα εσθονικά - poolitatud, luumurd, murdma, mõra, lõhe, dihhotoomia, dihhotoomiat, ...
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: jaotama, lahutama, jagama, kahestama, Hargnemine kahte, Hargnemine kahte alla