Διχάζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поделен
Διχάζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διχάζω

διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διχάζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • διυλιστήριο στα σλαβομακεδονικά - рафинеријата, рафинерија, ОКТА, рафинериските, рафинеријата за
  • διφορούμενος στα σλαβομακεδονικά - двосмислена, двосмислени, двосмислено, двосмислен, нејасни
  • διχασμός στα σλαβομακεδονικά - поделба, поделбата, делба, поделба на, поделеност
  • διχοτομία στα σλαβομακεδονικά - дихотомија, дихотомијата, подвоеност, дихитомија
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: поделен