Διχάζω στα ρουμανικά
Μετάφραση: διχάζω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
divide, bifurcat, bifurca, se bifurca, bifurce, despica
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διχάζω
διχάζω συνώνυμα, διχάζω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, διχάζω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- διυλιστήριο στα ρουμανικά - rafinărie, de rafinãrie, rafinării, rafinăriei, de rafinărie
- διφορούμενος στα ρουμανικά - ambiguu, ambiguă, ambigue, ambigua, de ambiguă
- διχασμός στα ρουμανικά - împărţire, divizie, diviziune, diviziuni, diviziunea, divizare
- διχοτομία στα ρουμανικά - despica, fractură, dicotomie, dihotomie, dihotomia, dihotomii, dihotomiei
Τυχαίες λέξεις
Διχάζω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: divide, bifurcat, bifurca, se bifurca, bifurce, despica
Μεταφράσεις: divide, bifurcat, bifurca, se bifurca, bifurce, despica