Δοκός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δοκός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лъч, греда, светлина, светлини, греди
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκός
δοκός ροδόπης, δοκός gerber, δοκός vierendeel, δοκός σε κάμψη, δοκός ισορροπίας, δοκός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δοκός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δοκιμασία στα βουλγαρικά - тест, изпитание, процес, изпитване, проучване, опити
- δοκιμαστικός στα βουλγαρικά - изпитание, процес, изпитване, проучване, опити
- δολάριο στα βουλγαρικά - долар, долара, долари, на долара
- δολιοφθορά στα βουλγαρικά - саботаж, саботажи, саботиране, за саботаж
Τυχαίες λέξεις
Δοκός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лъч, греда, светлина, светлини, греди
Μεταφράσεις: лъч, греда, светлина, светлини, греди