Δοκός στα λιθουανικά
Μετάφραση: δοκός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švytėti, spindėti, sija, spindulys, šviesa, šviesų, sijos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκός
δοκός ροδόπης, δοκός gerber, δοκός vierendeel, δοκός σε κάμψη, δοκός ισορροπίας, δοκός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δοκός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δοκιμασία στα λιθουανικά - teismas, bandymas, bandomasis, bandymus, tyrimas
- δοκιμαστικός στα λιθουανικά - teismas, bandymas, bandomasis, bandymus, tyrimas
- δολάριο στα λιθουανικά - doleris, dolerio, Dollar, doleriai, dolerių
- δολιοφθορά στα λιθουανικά - sabotažas, diversija, sabotažo, sabotažu, sabotažą
Τυχαίες λέξεις
Δοκός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: švytėti, spindėti, sija, spindulys, šviesa, šviesų, sijos
Μεταφράσεις: švytėti, spindėti, sija, spindulys, šviesa, šviesų, sijos