Δοκός στα εσθονικά

Μετάφραση: δοκός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kang, poom, tala, lähituled, valgusvihu, beam, kiir
Δοκός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δοκός

δοκός ροδόπης, δοκός gerber, δοκός vierendeel, δοκός σε κάμψη, δοκός ισορροπίας, δοκός λεξικό γλώσσας εσθονικά, δοκός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δοκιμασία στα εσθονικά - katsumus, tuleproov, piinamine, kohtumenetlus, kohtuprotsess, protsess, uuring, ...
  • δοκιμαστικός στα εσθονικά - kohtuprotsess, uuring, kohtuprotsessi, uuringus, uuringu
  • δολάριο στα εσθονικά - dollar, dollari, dollari suhtes, dollarites, dollariga
  • δολιοφθορά στα εσθονικά - saboteerima, sabotaaž, sabotaaži, saboteerimise, sabotaaþi, sabotaażi
Τυχαίες λέξεις
Δοκός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kang, poom, tala, lähituled, valgusvihu, beam, kiir