Δοκός στα ισλανδικά
Μετάφραση: δοκός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geisli, geisla, bjálkanum, bjálki
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκός
δοκός ροδόπης, δοκός gerber, δοκός vierendeel, δοκός σε κάμψη, δοκός ισορροπίας, δοκός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δοκός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δοκιμασία στα ισλανδικά - raun, hugraun, prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni
- δοκιμαστικός στα ισλανδικά - prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni
- δολάριο στα ισλανδικά - dollari, dollara, Bandaríkjadals, gengi Bandaríkjadals, dalur
- δολιοφθορά στα ισλανδικά - skemmdarverka, skemmdarverk, skemmdarverkum, skemmdarverk og, spellvirkjum
Τυχαίες λέξεις
Δοκός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: geisli, geisla, bjálkanum, bjálki
Μεταφράσεις: geisli, geisla, bjálkanum, bjálki