Δοκός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δοκός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
feixe, raio, barrote, briga, trave, madeiro, viga, feixe de, do feixe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκός
δοκός ροδόπης, δοκός gerber, δοκός vierendeel, δοκός σε κάμψη, δοκός ισορροπίας, δοκός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δοκός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δοκιμασία στα πορτογαλικά - teste, esforço, julgamentos, prova, experiência, testes, exame, ...
- δοκιμαστικός στα πορτογαλικά - julgamento, ensaio, experimentação, processo, experimental
- δολάριο στα πορτογαλικά - boneca, dólar, dólares, do dólar, dólar de, de dólar
- δολιοφθορά στα πορτογαλικά - sabotar, sabotagem, sabotagens, a sabotagem, de sabotagem
Τυχαίες λέξεις
Δοκός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: feixe, raio, barrote, briga, trave, madeiro, viga, feixe de, do feixe
Μεταφράσεις: feixe, raio, barrote, briga, trave, madeiro, viga, feixe de, do feixe