Δουλεία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δουλεία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
робство, робството, окови, иго
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεία
δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλεία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δουλεία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δοσολογία στα βουλγαρικά - доза, дозировка, дозиране, дозирана, на дозата
- δουκάτο στα βουλγαρικά - херцогство, херцогството, Великото херцогство, Duchy
- δουλειά στα βουλγαρικά - заемане, задание, занимание, работа, задача, работни места, работата, ...
- δουλειές στα βουλγαρικά - работа, занимание, заемане, бизнес, бизнеса, дейност, на бизнеса, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλεία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: робство, робството, окови, иго
Μεταφράσεις: робство, робството, окови, иго