Δουλεία στα τούρκικα

Μετάφραση: δουλεία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kölelik, esaret, Bondage, Bağlama, Efendi köle
Δουλεία στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουλεία

δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλεία λεξικό γλώσσας τούρκικα, δουλεία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • δοσολογία στα τούρκικα - doz, dozaj, dozajı, bir dozaj, dozu
  • δουκάτο στα τούρκικα - dükalık, Duchy, Dükalığı, Dukalığı, Düklüğü
  • δουλειά στα τούρκικα - meslek, meşguliyet, ödev, çalışma, sorun, iş, çalışmak, ...
  • δουλειές στα τούρκικα - iş, meşguliyet, meslek, ticari, görev, işletmeniz, Business, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλεία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kölelik, esaret, Bondage, Bağlama, Efendi köle