Δουλεία στα νορβηγικά

Μετάφραση: δουλεία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trelldom, slaveri, bondage, fangenskap, trelldommen
Δουλεία στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουλεία

δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλεία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δουλεία στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • δοσολογία στα νορβηγικά - dose, dosering, doserings, dosen
  • δουκάτο στα νορβηγικά - hertugdømme, hertugdømmet, duchy, hertugdømmets
  • δουλειά στα νορβηγικά - butikk, anliggende, arbeide, beskjeftigelse, jobb, arbeid, forretning, ...
  • δουλειές στα νορβηγικά - anliggende, forretning, arbeid, jobb, beskjeftigelse, butikk, forretningsaktivitet, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλεία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: trelldom, slaveri, bondage, fangenskap, trelldommen