Δουλεία στα ουγγρικά
Μετάφραση: δουλεία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogság, Bondage, rabságból, szolgaság, rabságában
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεία
δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλεία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δουλεία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δοσολογία στα ουγγρικά - adag, adagolás, adagolási, dózis, dózist
- δουκάτο στα ουγγρικά - hercegség, Nagyhercegség, hercegségben, Nagyhercegséget, hercegséget
- δουλειά στα ουγγρικά - szolgalom, korrupció, engedményezés, síbolás, vállalkozás, munka, felsorolás, ...
- δουλειές στα ουγγρικά - üzleti, az üzleti, üzlet, vezetéknevű, vállalkozás
Τυχαίες λέξεις
Δουλεία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fogság, Bondage, rabságból, szolgaság, rabságában
Μεταφράσεις: fogság, Bondage, rabságból, szolgaság, rabságában