Δουλεία στα πολωνικά
Μετάφραση: δουλεία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mordęga, niewola, niewolnictwo, jasyr, Bondage, niewoli, niewolnik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεία
δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλεία λεξικό γλώσσας πολωνικά, δουλεία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- δοσολογία στα πολωνικά - dawkować, aplikować, doza, dawka, dozować, dawkowanie, dozowanie, ...
- δουκάτο στα πολωνικά - księstwo, Księstwa, duchy, księstwem, Księstwu
- δουλειά στα πολωνικά - prać, zlecenie, robota, ocena, wyznaczenie, twórczość, posada, ...
- δουλειές στα πολωνικά - biznes, sprawa, zajęcie, transakcja, firma, przedsiębiorstwo, mikroekonomia, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλεία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: mordęga, niewola, niewolnictwo, jasyr, Bondage, niewoli, niewolnik
Μεταφράσεις: mordęga, niewola, niewolnictwo, jasyr, Bondage, niewoli, niewolnik