Δουλεία στα ουκρανικά
Μετάφραση: δουλεία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неволя, рабство, рабоволодіння, рабовласництво
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλεία
δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλεία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δουλεία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δοσολογία στα ουκρανικά - доза, дозувати, дозування
- δουκάτο στα ουκρανικά - герцогство, герцогства
- δουλειά στα ουκρανικά - справа, поневолення, задача, багатослівний, завдання, надання, відрядження, ...
- δουλειές στα ουκρανικά - займання, гендель, заняття, фірма, справа, право, бізнес
Τυχαίες λέξεις
Δουλεία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неволя, рабство, рабоволодіння, рабовласництво
Μεταφράσεις: неволя, рабство, рабоволодіння, рабовласництво