Δόξα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δόξα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слава, славата, блясък, великолепие
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόξα
δόξα τω θεώ, δόξα νέας μανωλάδας, δόξα βύρωνα, δόξα σοι ο θεός, δόξα κρανούλας, δόξα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δόξα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δόλωμα στα βουλγαρικά - стръв, примамка, примамки, стръвта
- δόνηση στα βουλγαρικά - вибрация, вибрации, вибрациите, на вибрации, на вибрациите
- δόρυ στα βουλγαρικά - копие, копието, копието си, подводен
- δότης στα βουλγαρικά - дарител, донор, на донорите, донорска, донор на
Τυχαίες λέξεις
Δόξα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: слава, славата, блясък, великолепие
Μεταφράσεις: слава, славата, блясък, великолепие